- παρεμβάλλω
- ΝΑ [εμβάλλω]1. τοποθετώ κοντά ή εισάγω κάτι ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα, παρενθέτω («παρενέβαλε αποσπάσματα από άλλο κείμενο»)2. μέσ. παρεμβάλλομαιαναμιγνύω τον εαυτό μου σε κάτι, παρεμβαίνωαρχ.1. στρατ. παρεισάγω στρατεύματα σε γραμμή μάχης («τῶν δὲ μισθοφόρων τοὺς μὲν ἐπὶ τὸ δεξιὸν κέρας παρενέβαλε», Πολ.)2. εισάγω ανθρώπους στις τάξεις τού στρατεύματος3. βάζω κάποιον σε τάξη, ταξινομώ («οὐ δεῑ πολίτας παρεμβάλλειν νόθη παιδείᾳ», Πλάτ.)4. τροφοδοτώ πιεστήριο με ελιές5. ιατρ. προσθέτω συστατικό σε κάποιο φάρμακο6. φέρνω σε γραμμή, παρατάσσω όπως σε μάχη («σπουδῇ παρενέβαλλον τοὺς πεζούς», Πολ.)7. εισβάλλω από το πλάι («παρενέβαλον εἰς ναυμαχίαν»)8. κάνω εισβολή («παρεμβεβληκότων τῶν ἡμετέρων στρατοπέδων εἰς Μακεδονίαν», Πλούτ.)9. στρατοπεδεύω («παρενέβαλον δὲ ἐκεῑ ἐπὶ τὰ ὕδατα», ΠΔ)10. (για προσκεκλημένους σε δείπνο) λαμβάνω την ορισμένη για μένα θέση.
Dictionary of Greek. 2013.